- ὑπερούσιος
- ὑπερούσιοςabove Beingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερούσιος — α, ο / ὑπερούσιος, ον, ΝΜΑ εκκλ. (ως προσωνυμία τού Θεού) 1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος 2. (κατ επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.) μσν. 1. πάμπλουτος 2. το ουδ.… … Dictionary of Greek
υπερούσιος — α, ο 1. αυτός που είναι πέρα από την ουσία (ύλη), ο άυλος, ο απρόσιτος στη γνώση (ως επίθ. του Θεού). 2. το ουδ. ως ουσ., υπερούσιο η ιδιότητα του υπερούσιου Θεού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερουσιώτερον — ὑπερούσιος above Being masc acc comp sg ὑπερούσιος above Being neut nom/voc/acc comp sg ὑπερούσιος above Being adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουσίως — ὑπερούσιος above Being adverbial ὑπερούσιος above Being masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερούσιον — ὑπερούσιος above Being masc/fem acc sg ὑπερούσιος above Being neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουσίοις — ὑπερούσιος above Being masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουσίου — ὑπερούσιος above Being masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουσίους — ὑπερούσιος above Being masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουσίων — ὑπερούσιος above Being masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερουσίῳ — ὑπερούσιος above Being masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)